βιώσῃ

βιώσῃ
βιώσηι , βίωσις
way of life
fem dat sg (epic)
βιάω
constrain
pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
βιάζω
constrain
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
βιόω
live
aor subj mid 2nd sg
βιόω
live
aor subj act 3rd sg
βιόω
live
fut ind mid 2nd sg
βιώσκομαι
quicken
aor subj mid 2nd sg
βιώσκομαι
quicken
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βίωση — η ο εντελώς προσωπικός τρόπος που βιώνει κάποιος τα γεγονότα ή τις καταστάσεις της ζωής του: Η βίωση της σχέσης με τους γονιούς καθορίζει όλες τις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • ονειρισμός — ο (ιατρ. ψυχολ.) οξύ παραλήρημα στο πλαίσιο μιας συγχυτικής κατάστασης που συνίσταται σε συγκεκριμένες κινητές παραστάσεις, όπως είναι τα όνειρα, αλλά με έντονο αισθητικό και δραματικό χαρακτήρα, που έχει ως αποτέλεσμα την έντονη βίωσή τους από… …   Dictionary of Greek

  • παλαιβίωσις — παλαιβίωσις, ἡ (Α) η προηγούμενη βίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + βίωσις] …   Dictionary of Greek

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

  • πλησιοβίωση — η, Ν βιολ. στενή γειτονία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες φωλιές κοινωνικών εντόμων, η οποία συνοδεύεται από μικρή ή έμμεση επικοινωνία μεταξύ τών αποικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plesiobiosis < πλησίος + βίωση] …   Dictionary of Greek

  • σαπροβίωση — η, Ν βιολ. η ζωή σε συνθήκες αποικοδόμησης, αποσύνθεσης, τής οργανικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprobiose (< σαπρός + βίωση)] …   Dictionary of Greek

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”